-
1 ἕκτωρ
A holding fast, v.l.for ἕστωρ, Il.24.272, cf. EM383.25; epith. of Zeus, Sapph.157; of anchors,ἕκτορες πλημμυρίδος Lyc.100
, cf. Luc.Lex.15: as Subst.,= κροκύφαντος, hair-net, Leon. ap. Hsch.; also pl.,= πάσσαλοι ἐν ῥυμῷ, Id.
См. также в других словарях:
έκτωρ — ἕκτωρ, ο, η (Α) 1. αυτός που κρατεί, συγκρατεί ή στηρίζει γερά (και επίθ. τού Διός) (για άγκυρες) «ἕκτορες πλημμυρίδος» (Λυκόφρ.) συγκρατητές, εμποδιστές τών κυμάτων 2. το αρσ. ως ουσ. ὁ ἕκτωρ α) είδος άγκυρας β) κεκρύφαλος* γ) στον πληθ. (κατά… … Dictionary of Greek